Η πράξη εφαρμογής αποτελεί ένα ιδιαίτερο τρόπο κτήσης κυριότητας αφού όπως έχει γίνει δεκτό με την κύρωση της πράξης εφαρμογής και τη μεταγραφή της αποκτάται η κυριότητα στο αποδιδόμενο στον δικαιούχο ακίνητο κατά πρωτότυπο τρόπο το δε νέο ακίνητο μόνο έκτοτε, δηλ. μετά την μεταγραφή της πράξης εφαρμογής, μπορεί να καταληφθεί και να διατεθεί ενώ ταυτόχρονα επέρχεται άμεση απόσβεση κάθε εμπραγμάτου δικαιώματος στο αρχικό ακίνητο. Συνεπώς, μετά την έγκριση της πράξης εφαρμογής αποδίδονται στις ιδιοκτησίες που μετέχουν αυτής τα τελικά οικόπεδα και δεν απαιτείται η σύνταξη και μεταγραφή συμβολαίων με τις προβλεπόμενες από την πράξη εφαρμογής μεταβολές στις ιδιοκτησίες αυτές (όπως συμβαίνει με τις πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού). Κατά τη σύνταξη της πράξης εφαρμογής πρέπει να γίνεται εφαρμογή των προσαγόμενων τίτλων ιδιοκτησίας και να αποδίδονται στους ιδιοκτήτες το δικαίωμα που προκύπτει από τους τίτλους ιδιοκτησίας. Αν η πράξη εφαρμογής συντάσσεται μετά την έναρξη λειτουργίας του κτηματολογικού γραφείου τότε θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι πρώτες εγγραφές στο κτηματολόγιο σύμφωνα με τίς οδηγίες καταχώρισης της πράξης εφαρμογής στο κτηματολόγιο.
Στις περιπτώσεις όπου η ανακριβής εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου οφείλεται στην μή καταχώριση της πράξης εφαρμογής στις μερίδες των ιδιοκτητών του γεωτεμαχίου με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ως «άγνωστος» ο ιδιοκτήτης στην αίτηση για τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής του άγνωστου μπορεί να γίνει διόρθωση της ανακρίβειας με καταχώριση της αρχικής ή της τυχόν διορθωτικής πράξης εφαρμογής με όλους τους τρόπους που προβλέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2664/1998.