Ο Κώδικας που ακολουθεί περιέχει τους δεοντολογικούς κανόνες που πρέπει να τηρούν οι δικηγόροι κατά την άσκηση του δικηγορικού Λειτουργήματος. Για την ερμηνεία των κανόνων αυτών κατά την εφαρμογή τους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη εκτός από τις παραδόσεις του δικηγορικού σώματος και οι αρχές που θέτει η Οδηγία 77/249 της 22 Μαρτίου 1977 και η Οδηγία 98/5 της 16 Φεβρουαρίου 1998 της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και ο Κώδικας Δεοντολογίας του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Code of Conduct for Lawyers in the European Union).
Το γραφείο μας δεσμεύεται από τους κανόνες δεοντολογίας που περιγράφονται στον Κώδικα σε όλες τις σχέσεις της .
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Άρθρο 1
Ο Δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, και ένας από τους τρεις παράγοντες του τρίπτυχου της λειτουργίας και της απονομής της Δικαιοσύνης (Δικαστικοί Λειτουργοί, Δικηγόροι, Δικαστικοί υπάλληλοι).
Αποστολή και προορισμός του είναι να συμβάλλει με τη συμμετοχή του στη λειτουργία της Δικαιοσύνης και με την άσκηση του Λειτουργήματός του στην ορθή απονομή του Δικαίου.
Άρθρο 2
Προϋπόθεση για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης είναι η ύπαρξη και η απρόσκοπτη λειτουργία κράτους Δικαίου. Ο Δικηγόρος αγωνίζεται για την ύπαρξη, διατήρηση και κατοχύρωση όλων των προϋποθέσεων της λειτουργίας του Κράτους Δικαίου και ειδικότερα:
α) Είναι υπέρμαχος της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Ειρήνης και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
β) Υπερασπίζεται με θάρρος και αυταπάρνηση το Σύνταγμα και τους Δημοκρατικούς θεσμούς, τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά Δικαιώματα των πολιτών.
γ) Αγωνίζεται εναντίον οποιασδήποτε μορφής τυραννίας, αυταρχικής εξουσίας, παραβιάσεως των συνταγματικών ελευθεριών και παρανομίας.
δ) Υπερασπίζεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, εναντίον οποιασδήποτε μορφής επεμβάσεως της εκτελεστικής εξουσίας και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα, μέσα κι έξω από τη Δικαστική λειτουργία.
ε) Είναι ο φυσικός υπερασπιστής των αδικούμενων και καταπιεζόμενων.
Άρθρο 3
α) Ο Δικηγόρος δεν περιορίζεται μόνο στα στενά επαγγελματικά του συμφέροντα. Ενδιαφέρεται για τα γενικότερα προβλήματα της Χώρας, προσφέρει τις γνώσεις του και τις υπηρεσίες του για την πρόοδό της και ασκεί το Λειτούργημά του, κατά τρόπο ώστε να είναι χρήσιμος και στ’ άτομα και στο Κοινωνικό Σύνολο.
β) Ενδιαφέρεται για τη βελτίωση των συνθηκών ασκήσεως του Λειτουργήματος και της λειτουργίας και της απονομής της Δικαιοσύνης και μετέχει σε όλες τις προσπάθειες και τους αγώνες που κάνει ο Δικηγορικός Σύλλογος και ολόκληρο το Δικηγορικό Σώμα, για την επίτευξη των σκοπών αυτών.
Άρθρο 4
Τα δικαιώματα του Δικηγόρου ορίζονται στα άρθρα 38 έως 61 του Κώδικα Δικηγόρων και σε άλλους ειδικούς νόμους και είναι ενδεικτικά τ’ ακόλουθα:
Άρθρο 5
Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση ν’ ασκεί το Λειτούργημά του με οδηγό τη συνείδησή του και το νόμο, να συμπεριφέρεται με αξιοπρέπεια και σύμφωνα με τις παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος, τόσο κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του, όσο και στην ιδιωτική του ζωή.
Άρθρο 6
Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση ν’ αναλάβει κάθε υπόθεση που του αναθέτουν, αν υπάρχει τρόπος υπερασπίσεώς της. Έχει όμως το δικαίωμα ν’ αρνηθεί την υπεράσπιση υποθέσεως:
α) Αν κατά τη γνώμη του είναι παράνομη ή ολοφάνερα άδικη.
β) Αν με τα στοιχεία που του παρέχει ο πελάτης είναι βέβαιο ότι η δίκη θα χαθεί. γ) Αν στρέφεται κατά συγγενικού ή πολύ φιλικού του προσώπου.
δ) Αν σε παρόμοια υπόθεση, που χειρίστηκε πριν απ’ αυτήν, είχε υποστηρίξει αντίθετες απόψεις, οι οποίες έγιναν δεκτές με αμετάκλητες αποφάσεις Δικαστηρίων ή Διοικητικών Αρχών.
ε) Αν για την υπεράσπιση της υποθέσεως πρόκειται να έλθει σ’ αντίθεση με δημοσιευμένες γνώμες, θεωρίες, ερμηνείες ή απόψεις του για το ίδιο νομικό ζήτημα.
στ) Αν δεν έχει αρκετό χρόνο για την καλή προετοιμασία και υπεράσπιση της υποθέσεως.
Άρθρο 7
Ο Δικηγόρος πρέπει κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του:
α) Να συμβάλλει στην επικράτηση της αλήθειας και του Δικαίου.
β) Να καταβάλλει προσπάθεια για συμβιβαστική επίλυση των διαφορών.
γ) Να υπερασπίζεται τις υποθέσεις που αναλαμβάνει με ευθύτητα, ευσυνειδησία και επιμέλεια.
δ) Να μην παραμελεί την εκτέλεση της εντολής και την κανονική και έγκαιρη διεξαγωγή της υποθέσεως που του έχει ανατεθεί και να μην παρελκύει τις δίκες.
ε) Να τηρεί ευπρέπεια και μετριότητα εκφράσεων, τόσο στις προφορικές, όσο και στις γραπτές δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, όχι μόνον προς τον αντίδικο συνάδελφο, αλλά και προς τους αντίδικους διάδικους, τους μάρτυρες και όλους τους παράγοντες της δίκης, της διαιτησίας, του συμβιβασμού και κάθε άλλης διαδικασίας.
στ) Να μην υποβάλλει αβάσιμες και ασύστατες ενστάσεις, ούτε να επικαλείται πράγματα που αντιβαίνουν στη συνείδησή του.
ζ) Να μην υποβάλλει αιφνιδιαστικά ενστάσεις και άλλους ισχυρισμούς, ούτε να τους παρεμβάλλει σε παραπομπές ή προσθήκες, αλλά να προβάλλει κανονικά και έγκαιρα τους ισχυρισμούς του, για να παρέχεται ο χρόνος στον αντίδικο να τους μελετήσει και να τους αντικρούσει.
η) Να μην προβάλλει κακόβουλα ή αιφνιδιαστικά ένσταση ελλείψεως πληρεξουσιότητας κατά συναδέλφου του. Σε περίπτωση υποβολής ενστάσεως πληρεξουσιότητας, οφείλει να ειδοποιεί έγκαιρα τον συνάδελφό του.
θ) Ν’ αποφεύγει κάθε στρεψοδικία και κακόπιστες ενέργειες και να περιφρουρεί πάντοτε το κύρος του Δικηγορικού Λειτουργήματος.
Άρθρο 8
Είναι ασυμβίβαστα με το Δικηγορικό Λειτούργημα τα έργα του δημόσιου ή ιδιωτικού υπάλληλου ή υπάλληλου Ν.Π.Δ.Δ. (εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 62 και 63 του Κ.Δ.). Επίσης η άσκηση άλλης επιστήμης ή τέχνης ή εμπορίου, μεσιτείας και γενικά υπηρεσίας που δεν έχει σχέση με την άσκηση του Λειτουργήματος και δεν συμβιβάζεται με την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπειά του.
Άρθρο 9
Απαγορεύεται η διαφήμιση του Δικηγόρου στις εφημερίδες ή σε άλλα μέσα μαζικής ενημερώσεως, ή με επιστολές, και κάθε είδους έντυπα. Στα επισκεπτήρια, τα επιστολόγραφα επιτρέπεται μόνον η αναγραφή του ονόματός του, της διευθύνσεώς του και του δικαστηρίου όπου ασκεί το λειτούργημά του, καθώς και του επιστημονικού του τίτλου (αν έχει).
«Ο δικηγόρος δικαιούται να παρέχει τις ανωτέρω πληροφορίες στο κοινό, με δημιουργία ιστοσελίδας στο διαδίκτυο και καταχώρηση σε καταλόγους δικηγόρων και σε νομικά έντυπα, με την προϋπόθεση ότι η πληροφόρηση είναι ακριβής και όχι παραπλανητική και σέβεται τις θεμελιώδεις αρχές του επαγγέλματος»48.
Ανάρτηση πινακίδας με το όνομά του και την ιδιότητά του, επιτρέπεται μόνο στην είσοδο του κτιρίου και στη θύρα του Γραφείου του.
Άρθρο 10
Απαγορεύεται στο Δικηγόρο:
α) Να προσπαθεί να αποκτήσει πελάτες, μ’ ενέργειες που δεν συμβιβάζονται με την αξιοπρέπεια του Λειτουργήματος. β) Να επισκέπτεται σε αστυνομικά κρατητήρια και στις φυλακές πρόσωπα που δεν τον προσκάλεσαν.
γ) Να δημοσιεύει στις εφημερίδες ή στα περιοδικά κλπ. αγγελίες ή να γνωστοποιεί σε διάφορα πρόσωπα με επιστολές, ότι αναλαμβάνει Δικαστικές ή άλλες υποθέσεις.
δ) Να υπογράφει δικόγραφα, γνωμοδοτήσεις ή άλλα έγγραφα, που δεν έχουν συνταχτεί απ’ αυτόν, ούτε συνεργάστηκε για τη σύνταξή τους με άλλο Δικηγόρο.
ε) Να κάνει παραστάσεις ή άλλες ενέργειες στα Δικαστήρια ή σε Διοικητικές Αρχές χωρίς εντολή του πελάτη του.
στ) Να δίνει συμβουλές ή να υπερασπίζεται διάδικο, αν έχει δώσει και στον αντίδικό του συμβουλή για την ίδια υπόθεση. ζ) Να υπερασπίζεται άμεσα ή έμμεσα και τους δύο διάδικους.
Άρθρο 11
Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση σε κάθε έγγραφο που υποβάλλει στα Δικαστήρια ή σε άλλες Αρχές ή κοινοποιεί σε τρίτους, να βάλει δίπλα ή κάτω από την υπογραφή του και τη σφραγίδα του, με τη διεύθυνση του γραφείου του και τον αριθμό του τηλεφώνου του.
Άρθρο 12
Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση στην αρχή κάθε χρόνου να υποβάλλει στο Δικηγορικό Σύλλογο τη δήλωση που προβλέπεται από το άρθρο 28 του Κώδικα Δικηγόρων και κάθε άλλη δήλωση ή στοιχείο που αποφασίζει το Διοικητικό Συμβούλιο, καθώς και να εφοδιάζεται με νέα ταυτότητα.
Άρθρο 13
Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση να διατηρεί γραφείο στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου που έχει έδρα ο Σύλλογος στον οποίο ανήκει, είτε μόνος είτε μαζί με άλλους συνάδελφους. Σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας ή γραφείου ή αριθμού τηλεφώνου, οφείλει να δηλώνει με έγγραφό του στο Σύλλογο αμέσως την μεταβολή αυτή.
Άρθρο 14
Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις που παίρνουν το Διοικητικό Συμβούλιο και οι Γενικές Συνελεύσεις, να συμπεριφέρεται με κοσμιότητα στις Συνελεύσεις και στις συγκεντρώσεις, στα Δικαστήρια και σε κάθε χώρο που ασκεί το λειτούργημά του.
Άρθρο 15
Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση, όταν καλείται από το Διοικητικό Συμβούλιο, να μετέχει και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις Επιτροπές που μελετούν θέματα σχετικά με τα Ατομικά Δικαιώματα και τις Ελευθερίες των πολιτών, τη Νομοθεσία, τη Νομολογία και τα επαγγελματικά προβλήματα και να παρέχει με κάθε τρόπο τη συνδρομή του.
48 Προστέθηκε κατά τη Συνεδρίαση του ΔΣ του ΔΣΑ της 14ης.5.2009.
Άρθρο 16
Ο Δικηγόρος έχει την υποχρέωση ν’ ανταποκρίνεται σε κάθε πρόσκληση του Διοικητικού Συμβουλίου, να προσέρχεται μέσα στις οριζόμενες προθεσμίες και όταν δεν ορίζεται προθεσμία μέσα σ’ εύλογο χρόνο και να παρέχει εξηγήσεις ή στοιχεία που του ζητούνται, όπως επίσης να δίνει μαρτυρίες ή να προσφέρει υπηρεσίες προς το Σύλλογο.
Άρθρο 17
Ο Δικηγόρος πρέπει να ενδιαφέρεται για τη βελτίωση των συνθηκών ασκήσεως του Δικηγορικού Λειτουργήματος και της θέσεως των συνταξιούχων συναδέλφων. Να μετέχει στις Γενικές Συνελεύσεις, στις συγκεντρώσεις και τις κινητοποιήσεις για την επίτευξη των σκοπών αυτών.
Άρθρο 18
Ο Δικηγόρος που διορίζεται από το αρμόδιο Δικαστήριο προσωρινός ή οριστικός σύνδικος πτωχεύσεως, πραγματογνώμονας, κηδεμόνας σχολάζουσας κληρονομίας ή εκκαθαριστής εταιρίας ή Συνεταιρισμού, οφείλει να γνωστοποιεί στο Σύλλογο το διορισμό του, καθώς και την περάτωση των καθηκόντων του αυτών.
Άρθρο 19
Ο Δικηγόρος που καταρτίζει με τον εντολέα του συμφωνητικό αμοιβής για εργατικές υποθέσεις καθώς και για όσες υπάγονται στον ίδιο λογαριασμό της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν. 723/77, πρέπει να καταθέτει αντίγραφο του συμφωνητικού αυτού στο Δικηγορικό Σύλλογο, μέσα στην προθεσμία που ορίζουν οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων.
Άρθρο 20
Ο Δικηγόρος οφείλει να συμπεριφέρεται μ’ ευγένεια, συναδελφικότητα και αλληλεγγύη προς τους συναδέλφους του.
Άρθρο 21
Ο Δικηγόρος πριν ν’ αναλάβει υπόθεση για την οποία ο εντολέας ή οι εντολείς του είχαν πρωτύτερα απασχολήσει άλλο Δικηγόρο πρέπει:
α) Να καταβάλει προσπάθεια να πείσει τους εντολείς να μην ανακαλέσουν την εντολή από τον προηγούμενο Δικηγόρο, αν διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει λόγος γι’ ανάκληση της εντολής.
β) Αν δεν το πετύχει, να βεβαιωθεί πριν αναλάβει την υπόθεση, ότι ο προηγούμενος συνάδελφός του έχει λάβει την αμοιβή και τα έξοδά του από τον εντολέα του ή τους εντολείς του.
γ) Σε περίπτωση που ο προηγούμενος Δικηγόρος δεν έχει πληρωθεί, ν’ αρνηθεί την ανάληψη της υποθέσεως, χωρίς την έγγραφη συγκατάθεσή του.
Άρθρο 22
Ο Δικηγόρος πρέπει ν’ αποφεύγει να δικάζει ερήμην αντίδικο συνάδελφό του, εκτός αν έχει βεβαιωθεί ότι σκόπιμα εκείνος δεν προσέρχεται στη Δίκη.
Άρθρο 23
Αν ο αντίδικος συνάδελφος είναι άρρωστος κατά την ημέρα της συζητήσεως της υποθέσεως ή από λόγους ανώτερης βίας δεν μπορεί να προσέλθει στο Δικαστήριο, ο Δικηγόρος πρέπει ν’ αναβάλει τη συζήτηση της υποθέσεως ή να συγκατατεθεί στην αναβολή της.
Αν ο αντίδικος συνάδελφος ζητεί αναβολή της συζητήσεως για εύλογη αιτία, ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση να συναινέσει στην αναβολή: α) αν δεν πρόκειται να ζημιωθεί ο εντολέας του από την αναβολή αυτή β) αν ο αντίδικός του δεν είχε επιδιώξει συστηματικά άλλη προηγούμενη αναβολή.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να προκαταβληθεί από εκείνον που ζητεί την αναβολή η σχετική δαπάνη στο Γραμματέα του Δικαστηρίου.
Άρθρο 24
Δικηγόρος που έχει κληθεί ή πρόκειται οπωσδήποτε να παραστεί σε αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να ειδοποιήσει έγκαιρα και τον αντίδικο συνάδελφό του.
Άρθρο 25
Με τον όρο της αμοιβαιότητος ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση ν’ ανακοινώσει έγκαιρα στον αντίδικο συνάδελφό του τις προτάσεις του, καθώς και όλα τα έγγραφα που πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο Δικαστήριο.
Δικηγόρος που κατά την έκδοση της αποφάσεως πήρε «τα σχετικά του» έγγραφα από το Δικαστήριο, πριν ο αντίδικος συνάδελφός του να λάβει αντίγραφά τους από τον αρμόδιο Γραμματέα, έχει υποχρέωση να εκδώσει και να χορηγήσει αντίγραφα των εγγράφων αυτών προς τον συνάδελφό του, κι εκείνος να καταβάλει τη σχετική δαπάνη.
Όταν ο Δικηγόρος υποβάλλει στο Δικαστήριο απόσπασμα από έγγραφο που κατέχει, έχει υποχρέωση να χορηγήσει στον αντίδικο συνάδελφό του αντίγραφο από ολόκληρο το έγγραφο.
Όταν ο Δικηγόρος κατά τη συζήτηση της υποθέσεως καταθέσει μαζί με τις προτάσεις του σχετικά έγγραφα, δεν έχει το δικαίωμα να τ’ αποσύρει, αν τα επικαλέστηκε και ο αντίδικός του.
Άρθρο 26
Στις ποινικές υποθέσεις δεν είναι υποχρεωτική η προηγούμενη ανακοίνωση των εγγράφων από το συνήγορο του κατηγορούμενου στο συνήγορο της πολιτικής αγωγής και αντίστροφα.
Άρθρο 27
Δεν επιτρέπεται στο Δικηγόρο:
Να χρησιμοποιεί υβριστικές ή υποτιμητικές εκφράσεις για τον αντίδικο συνάδελφό του, ή να δείχνει υπεροψία απέναντί του.
Να εκφράζεται υποτιμητικά για συνάδελφο που χειρίστηκε πριν απ’ αυτόν οποιαδήποτε υπόθεση, ή για συνάδελφο με τον οποίο συνεργάζεται ή συνεργάστηκε σε υπόθεση.
Άρθρο 28
Οι Δικηγόροι έχουν υποχρέωση να σέβονται τους Λειτουργούς της Δικαιοσύνης. Την ίδια υποχρέωση έχουν προς τους Δικηγόρους και οι Λειτουργοί της Δικαιοσύνης και οι Δικαστικοί Υπάλληλοι. Κάθε παράβαση της αρχής αυτής από οποιοδήποτε μέρος, ελέγχεται και από το Δικηγορικό Σύλλογο. Και αν μεν η παράβαση έγινε από Δικηγόρο, επιβάλλει σ’ αυτόν πειθαρχικές κυρώσεις, αν όμως έγινε από Δικαστή, Εισαγγελέα ή Δικαστικό υπάλληλο, ζητεί από τους προϊστάμενους τους την επιβολή κυρώσεων. Σε περίπτωση που οι προϊστάμενοι αρνούνται ή παραλείπουν την επιβολή κυρώσεων, ο Δικηγορικός Σύλλογος ασκεί δημόσια κριτική για το παράπτωμα και για την μη επιβολή κυρώσεων.
Άρθρο 29
Οι Δικηγόροι σε όλα τα είδη των Δικών ασκούν το Λειτούργημά τους με απόλυτη ελευθερία γνώμης, μέσα στα πλαίσια των σχετικών δικονομικών κανόνων. Ζητούν το λόγο από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και αν εκείνος αρνηθεί αδικαιολόγητα, από το Δικαστήριο. Δεν έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν ερωτήσεις και αιτήσεις ή ν’ αγορεύουν αν δεν τους δοθεί ο λόγος, ούτε να διακόπτουν τον Πρόεδρο ή τους Δικαστές και τον Εισαγγελέα ή τον αντίδικό τους. Σε περίπτωση που η άσκηση των δικαιωμάτων του Συνηγόρου στην ποινική δίκη και του πληρεξούσιου Δικηγόρου στην πολιτική περιορίζεται κατά οποιοδήποτε τρόπο, οφείλει να προασπίσει το κύρος του Λειτουργήματος, να διεκδικήσει τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος και ν’ αναφέρει την περίπτωση στο Δικηγορικό Σύλλογο.
Άρθρο 30
Τόσο κατά την προφορική διαδικασία, όσο και στις έγγραφες προτάσεις τους, τα υπομνήματα και άλλα έγγραφα, οι Δικηγόροι πρέπει ν’ απευθύνονται στο Δικαστήριο και στις Αρχές μ’ ευπρέπεια.
Έχουν όμως το δικαίωμα και την υποχρέωση να υπερασπίζονται με σθένος και συνέπεια τις απόψεις τους, ν’ αντικρούουν τις αντίθετες απόψεις του Εισαγγελέα, των Δικαστών ή των εκπροσώπων της Αρχής και ν’ αγωνίζονται για την απόδειξη της αθωότητας του εντολέα τους ή την ορθότητα των απόψεων του διάδικου που υποστηρίζουν και γενικά ν’ αγωνίζονται με όλα τα νόμιμα μέσα για την απόδειξη της αλήθειας και την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου.
Άρθρο 31
Οι Δικηγόροι συμπεριφέρονται προς τους Δικαστές, Εισαγγελείς, Δικαστικούς Υπάλληλους και εκπρόσωπους Δημόσιων Αρχών με αξιοπρέπεια.
Απαγορεύονται η αναξιοπρεπή συμπεριφορά και οι εκφράσεις κολακείας για την απόσπαση συμπάθειας ή ευνοϊκής αποφάσεως ή ενέργειας.
Άρθρο 32
α. Δεν επιτρέπεται στους Δικηγόρους να εξετάζονται μάρτυρες στα Δικαστήρια για υποθέσεις και για περιστατικά που περιήλθαν σε γνώση τους από την άσκηση του Λειτουργήματος είτε στα Δικαστήρια είτε σε εξώδικες εργασίες, διαπραγματεύσεις, ή προσπάθειες για συμβιβαστική επίλυση διαφορών.
β. Σ’ εξαιρετικές περιπτώσεις μπορούν να εξεταστούν μάρτυρες για υπόθεση στην οποία είχαν ανάμιξη, ή γνωρίζουν από την άσκηση του Λειτουργήματός τους, αν υπάρχουν σπουδαίοι λόγοι. Τους λόγους αυτούς εκθέτει ο ενδιαφερόμενος με αίτηση του προς το Σύλλογο (Διοικητικό Συμβούλιο). Το Δ.Σ. τους εκτιμά και χορηγεί κατά την κρίση του σχετική άδεια. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η άδεια αυτή χορηγείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου.
γ. Και αν πάρουν την άδεια από το Δ.Σ. ή τον Πρόεδρο, απαγορεύεται να καταθέσουν περιστατικά που τους έχει εμπιστευτεί ο εντολέας τους και να παραβιάσουν με οποιοδήποτε τρόπο το επαγγελματικό απόρρητο.
δ. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται να εξεταστούν μάρτυρες κατά του εντολέα τους ή του πρώην εντολέα τους, ή των κληρονόμων τους, έστω και αν έχει ανακληθεί ή περατωθεί η εντολή τους.
Δεν επιτρέπεται στο Δικηγόρο να έχει στην ίδια δίκη δύο ιδιότητες, μάρτυρα και Συνηγόρου. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για το Δικηγόρο μηνυτή, που είναι και «πολιτικώς ενάγων».
στ. Όταν ο Δικηγόρος κληθεί από Δικαστήριο ή Ανακριτική Αρχή να εξεταστεί μάρτυρας και να καταθέσει περιστατικά που περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση του Δικηγορικού Λειτουργήματος, έχει το δικαίωμα ν’ αρνηθεί τη μαρτυρία αν προσκρούει στο επαγγελματικό του απόρρητο. Αν η κατάθεση δεν προσκρούει στο απόρρητο, έχει το δικαίωμα να κρίνει κατά συνείδηση αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να εξεταστεί για τα περιστατικά αυτά, με την προϋπόθεση πάντοτε ότι η αποκάλυψή τους δεν θα βλάψει τον πελάτη του και ότι θα πάρει άδεια από το Δ.Σ. ή τον Πρόεδρο.
ζ. Στις περιπτώσεις που δεσμεύεται από το επαγγελματικό απόρρητο, οφείλει να δηλώσει τούτο στο Δικαστήριο ή την Ανακριτική Αρχή, που τον εκάλεσε, χωρίς να έχει την υποχρέωση να στηρίξει με ειδική αιτιολογία την άρνησή του να καταθέσει.
η. Για περιστατικά που περιήλθαν σε γνώση του από άλλη αιτία και όχι από την άσκηση του Λειτουργήματός του, δεν δικαιούται ν’ αρνηθεί τη μαρτυρία του, ούτε χρειάζεται την άδεια από το Δ.Σ. ή τον Πρόεδρο.
Άρθρο 33
Ο Δικηγόρος πρέπει να συμπεριφέρεται άψογα προς τους συνεργάτες του. Να μην υποτιμά την εργασία τους και να μη σχολιάζει αρνητικά την ικανότητα ή τη συνεισφορά τους προς τον πελάτη ή προς οποιονδήποτε τρίτο. Πρέπει να τηρεί τις συμφωνίες για την αμοιβή των συνεργατών του και να παρέχει κάθε βοήθεια προς αυτούς για την εξασφάλιση και την καταβολή της αμοιβής τους από τον πελάτη.
Άρθρο 34
Στην περίπτωση που ο Δικηγόρος απασχολεί συνάδελφό του είτε τακτικά είτε έκτακτα είτε για την διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων του γραφείου του είτε για την διεκπεραίωση ορισμένων υποθέσεων πρέπει:
α. Να συμπεριφέρεται προς αυτόν συναδελφικά, με ισοτιμία και όχι σαν προϊστάμενος προς υφιστάμενο.
β. Να συνεργάζεται μαζί του με συναδελφικότητα, ευγένεια και κατανόηση, να μη θίγει τη φιλοτιμία του και τη δικηγορική και ατομική του αξιοπρέπεια και να μην τον απασχολεί σε μη δικηγορικά καθήκοντα.
γ. Να καταβάλλει έγκαιρα τη συμφωνημένη αμοιβή.
δ. Να προβάλλει την εργασία του συνάδελφού του και προς τον πελάτη και προς τα Δικαστήρια και προς τους τρίτους.
Άρθρο 35
Ο Δικηγόρος που δέχεται Ασκούμενο στο Γραφείο του έχει υποχρέωση:
α. Να δηλώσει τούτο με έγγραφό του προς τον Σύλλογο.
β. Να καθοδηγεί τον Ασκούμενο στην άσκηση της Δικηγορίας.
γ. Να του αναθέτει τη μελέτη και το χειρισμό απλών στην αρχή και αργότερα σοβαρότερων υποθέσεων, να του παρέχει οδηγίες για το χειρισμό τους, να συζητεί μαζί του τα επιστημονικά και πρακτικά θέματα και γενικά να του παρέχει κάθε βοήθεια και συμπαράσταση.
δ. Να τον εφοδιάζει με εξουσιοδότηση όπου χρειάζεται για την αυτοτελή παράσταση του Ασκούμενου και να κάνει μαζί με αυτόν παραστάσεις στα Δικαστήρια (σε υποθέσεις του Ασκούμενου).
ε. Να του χορηγεί κάθε βεβαίωση που χρειάζεται για την άσκησή του ή για τη συμμετοχή του σ’ εξετάσεις.
στ. Να συμπεριφέρεται προς τον Ασκούμενο με ευγένεια και κατανόηση και να μη θίγει με οποιοδήποτε τρόπο την προσωπικότητά του.
ζ. Να τον απασχολεί σε δικηγορικά καθήκοντα και όχι σε υπηρεσίες άσχετες με τη δικηγορία.
Άρθρο 36
Ο Δικηγόρος όταν αναλάβει την υπεράσπιση μιας υποθέσεως, έχει υποχρέωση: 1) Να αντιπροσωπεύει τον εντολέα του, σε όλα τα Δικαστήρια στα οποία είναι διορισμένος και σε όλες τις Αρχές και να ενεργεί τις αναγκαίες πράξεις. Αν η υπόθεση πρόκειται να δικαστεί από το Δικαστήριο, στο οποίο δεν έχει δικαίωμα να παραστεί, οφείλει να το ανακοινώσει στον εντολέα του και ν’ αρνηθεί την εντολή.
α) Για όσα του εμπιστεύθηκε ο εντολέας του έστω και προφορικά, ακόμη και αν με την αποκάλυψή τους δεν πρόκειται να προκύψει ζημιά για τον εντολέα του, ή τα στοιχεία που του εμπιστεύτηκε ο εντολέας του ήρθαν στη δημοσιότητα από άλλη πηγή, ή έστω και αν ο εντολέας του τον έχει απαλλάξει από την υποχρέωση της τηρήσεως του επαγγελματικού μυστικού.
β. Για όσα έμαθε από τη μελέτη των εγγράφων που του εμπιστεύτηκε ο εντολέας του. Τα έγγραφα αυτά δεν επιτρέπεται να τα δώσει στη δημοσιότητα, ούτε να δώσει αντίγραφα στους αντίδικους ή τρίτους, ούτε ν’ ανακοινώσει σ’ αυτούς το περιεχόμενό τους, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα.
γ. Για όσα πληροφορήθηκε από την εξέταση μαρτύρων του εντολέα του.
δ. Για όσα πληροφορήθηκε από άλλους Δικηγόρους σχετικά με την υπόθεση του εντολέα του.
ε. Την εχεμύθεια πρέπει να την τηρεί όχι μόνο κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την περαίωση της υποθέσεως ή την ανάκληση της εντολής από τον πελάτη του, ακόμα και μετά τον θάνατο του πελάτη του και να την επιβάλλει και στους συνεργάτες και τους υπάλληλους του γραφείου του.
στ. Όταν ο Δικηγόρος αναλαμβάνει υπόθεση εναντίον παλαιού πελάτη του, που τον υπερασπίζεται άλλος Δικηγόρος, δεν έχει δικαίωμα ν’ αποκαλύψει στον εντολέα του επαγγελματικά απόρρητα που του είχε εμπιστευθεί ο παλαιός πελάτης του, ούτε να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του με οποιονδήποτε τρόπο στη δίκη.
Άρθρο 37
α. Ο Δικηγόρος οφείλει να καταβάλλει προσπάθειες για την καλύτερη και ταχύτερη διεκπεραίωση της υποθέσεως που του αναθέτουν, μειώνοντας στο ελάχιστο τις σχετικές παραστάσεις και τις αντίστοιχες δαπάνες των εντολέων του.
β. Υπερασπίζεται την υπόθεση κατά την κρίση του, χωρίς όμως να υπερβαίνει τα όρια της εντολής που του έχει δοθεί.
γ. Πρέπει να ενημερώνει τον εντολέα του για την πορεία της υποθέσεως και για τον τρόπο υπερασπίσεως. Αν ο εντολέας του διαφωνεί, έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί από την υπεράσπιση της υποθέσεως, έγκαιρα όμως, ώστε να ανατεθεί η συνέχισή της σε άλλο Δικηγόρο.
δ. Η συμφωνία για την αμοιβή και τις δαπάνες πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να την καταλαβαίνει καλά ο πελάτης και να μην έχει καμιά δικαιολογία για αμφισβητήσεις, διαμαρτυρίες, παράπονα και διαπληκτισμούς.
Η αμοιβή είναι δυνατόν να συμφωνηθεί κατ’ αποκοπή ή σε ποσοστό του αντικείμενου της δίκης, ή κατά παράσταση. Δεν πρέπει όμως να είναι μικρότερη από τα κατώτερα όρια που προβλέπει ο Κώδικας Δικηγόρων. Σε περίπτωση εργολαβίας δίκης, αν η δίκη χαθεί, ο Δικηγόρος δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή. Για τα έξοδα είναι δυνατό να συμφωνηθεί ότι θα βαρύνουν τον Δικηγόρο, ή τον διάδικο ή και τους δυο.
ε. ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ζητεί προκαταβολή των εξόδων και της αμοιβής του ή μέρος των εξόδων και της αμοιβής του. Αν ο πελάτης αρνηθεί την προκαταβολή που συμφωνήθηκε, μπορεί να παραιτηθεί από την υπεράσπιση της υποθέσεως, με την προϋπόθεση ότι θα το κάνει έγκαιρα και θα επιστρέψει στον εντολέα του όλα τα έγγραφα, για ν’ ανατεθεί εμπρόθεσμα η υπόθεση σε άλλο Δικηγόρο.
στ. Όταν ο Δικηγόρος παραιτηθεί δικαιολογημένα από την υπεράσπιση της υποθέσεως, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον εντολέα του να του καταβάλει την αμοιβή και τα έξοδα για τις μέχρι την ημέρα της παραιτήσεώς του ενέργειές του. Αν ο εντολέας δεν καταβάλει τα ποσά αυτά, και ακόμα, αν περατωθεί η υπόθεση και ο εντολέας δεν καταβάλει την αμοιβή που συμφωνήθηκε και τα έξοδα, ο Δικηγόρος έχει το δικαίωμα της επισχέσεως των εγγράφων που έχει στα χέρια του, ώσπου να καταβληθεί η αμοιβή του και οι σχετικές δαπάνες.
ζ. Απαγορεύεται στο Δικηγόρο που θα παραιτηθεί από την υπεράσπιση μιας υποθέσεως ν’ αναλάβει την υπεράσπιση του αντίδικου του αρχικού εντολέα του. Επιτρέπεται όμως ν’ αναλάβει την υπεράσπιση άλλης υποθέσεως που του αναθέτει ο αντίδικος του πρώην εντολέα του, αν δεν έχει καμιά σχέση ή συνάφεια με την προηγουμένη υπόθεση.
η. Απαγορεύεται στο Δικηγόρο να έλθει με τρίτους σε συμφωνία που βλάπτει τα συμφέροντα του εντολέα του ή να ενεργήσει πράξεις που ωφελούν τον αντίδικο και βλάπτουν τον εντολέα του, ή να δώσει επιβλαβείς συμβουλές στον εντολέα του, ή να παρέχει την συνδρομή του κατά τη διάρκεια της δίκης και στους δύο διάδικους άμεσα ή έμμεσα.
θ. Ο Δικηγόρος που ανάλαβε την υπεράσπιση μιας υποθέσεως έχει την υποχρέωση να δώσει στον εντολέα του απόδειξη παραλαβής για τα έγγραφα που του εμπιστεύτηκε (αν του ζητηθεί) και να τα φυλάξει τουλάχιστον πέντε χρόνια μετά την περάτωση της υποθέσεως.
ι. Ο Δικηγόρος πρέπει ν’ αποδίδει σ’ εύλογο χρόνο τα χρήματα που εισπράττει για τον εντολέα του, καθώς και να δίνει λογαριασμό για τη διαχείριση χρημάτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που του έχει ανατεθεί.
Άρθρο 38
α) Ο Δικηγόρος έχει υποχρέωση ν’ αποφεύγει κάθε επικοινωνία με τον αντίδικο και κάθε συζήτηση σχετική με την υπόθεση, χωρίς την έγκριση του εντολέα του. Αν ο αντίδικος έχει αναθέσει την υπόθεση σε Δικηγόρο, σε κάθε σχετική συζήτηση πρέπει να καλείται και ο Δικηγόρος του.
β) Απαγορεύεται στο Δικηγόρο, στον οποίο ανατέθηκε η υπεράσπιση μιας υποθέσεως, ν’ απευθύνει τηλεφωνήματα ή επιστολές μ’ εκβιαστικό ή απειλητικό περιεχόμενο στον αντίδικό του. Επιτρέπεται μόνον ν’ ανακοινώσει στον αντίδικο ότι του ανατέθηκε η άσκηση των νόμιμων ενεργειών και να τον καλέσει να τακτοποιήσει, αν θέλει, εξώδικα την υπόθεση.
γ) Δικηγόρος που παρέχει, με πάγια αντιμισθία, τις νομικές του υπηρεσίες σε Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου ή Ιδιωτικού Δικαίου, απαγορεύεται ν’ αναλαμβάνει άμεσα ή έμμεσα υποθέσεις τρίτων κατά των μελών του ή υποθέσεις των μελών του κατά του Ν.Π.
δ) Απαγορεύεται στο Δικηγόρο να ζητήσει ή να δεχτεί οποιαδήποτε αμοιβή από τον αντίδικο του εντολέα του, ή ν’ αναλάβει υπόθεση του, πριν να τελειώσει οριστικά η δίκη την οποία διεξάγει εναντίον του.
ε) Ο Δικηγόρος πρέπει να σέβεται τον αντίδικό του και να συμπεριφέρεται προς αυτόν με ευγένεια. Ν’ αποφεύγει προσβλητικές φράσεις και γενικά οξύτητα εκφράσεων, καθώς και κάθε υποτιμητική για τον αντίδικο ενέργεια ή διατύπωση, που δεν είναι αναγκαία για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα του.
στ) Δεν επιτρέπεται στο Δικηγόρο να ενεργεί με δόλιο τρόπο για να προκαλέσει απώλεια δικαιωμάτων του αντίδικου. Πρέπει ν’ αντιδικεί με τιμιότητα και ευθύτητα, χωρίς να παραλείπει να πράξει κάθε τι που επιβάλλεται για την ορθή υπεράσπιση των δικαιωμάτων του εντολέα του.
ζ) Δεν επιτρέπεται στο Δικηγόρο να προκαλεί υπερβολικές δαπάνες σε βάρος του αντίδικου είτε με αλλεπάλληλες αγωγές, όταν αντί για πολλές είναι δυνατή η έγερση μιας αγωγής είτε με άλλες άσκοπες ενέργειες είτε με υπερβολικές επιταγές ή διόγκωση των δικαστικών δαπανών.
η) Ο Δικηγόρος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει ο ανθρωπισμός, όταν επιχειρεί διάφορες πράξεις κατά του αντίδικου του εντολέα του και μάλιστα κατά την εκτέλεση αποφάσεων. Απαγορεύεται να παρευρίσκεται κατά την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, εκτός αν είναι απαραίτητη η παρουσία του, αλλά σε τέτοια περίπτωση πρέπει να παίρνει την άδεια από το Δ.Σ. ή τον Πρόεδρο.
Άρθρο 39
Ο Δικηγόρος πρέπει, όχι μόνο κατά την άσκηση του Λειτουργήματός του, αλλά και στον ιδιωτικό του βίο να έχει αξιοπρέπεια, ώστε να μην προκαλούνται σχόλια και δυσφήμιση σε βάρος του Δικηγορικού Σώματος. Να έχει συνέπεια σε όλες τις συναλλαγές του και οι δηλώσεις του προς τους αντισυμβαλλόμενους ή οποιουσδήποτε τρίτους να είναι σοβαρές και αληθινές. Να μην εκμεταλλεύεται την άγνοια, ή την απειρία, τη γνωριμία, τη συγγένεια, τη φιλία ή την εμπιστοσύνη του εντολέα του, ή του αντίδικου ή οποιουδήποτε τρίτου προς αυτόν, ή το Λειτούργημά του.
Στους τόπους της κατοικίας του και της εργασίας του, στα σωματεία και διάφορες Οργανώσεις όπου μετέχει, στους πολυσύχναστους χώρους, στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας, σε συγκεντρώσεις του κοινού, πρέπει να επιδεικνύει συμπεριφορά υποδειγματική για τους άλλους.
Άρθρο 40
Η παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Κώδικα Δικηγόρων ή άλλους νόμους και από τον Κώδικα Δεοντολογίας αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 66 έως 79 του Κώδικα Δικηγόρων.
Άρθρο 41
Ο Κώδικας Δεοντολογίας εγκρίθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΣΑ, στη συνεδρίαση της 4.1.1980 και ισχύει από την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στο «Νομικό Βήμα» ή τον «Κώδικα Νομικού Βήματος».