Η παραπάνω απόφαση δέχεται ότι σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν.2664/1998 προκύπτει με σαφήνεια ότι η διόρθωση πρόδηλων σφαλμάτων των κτηματολογικών εγγραφών κατά την παρ. 1 περ.α του άρθρου αυτού μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε χρόνο και μετά δηλαδή την οριστικοποίηση των αρχικών εγγραφών, η οποία (οριστικοποίηση) επέρχεται είτε με την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση της αγωγής είτε μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης και την επερχόμενη μεταβολή σύμφωνα με το διατακτικό αυτής, σε αντίθεση με τις διορθώσεις πρόδηλων σφαλμάτων της παρ. 1 περ. β του ίδιου άρθρου, που αναφέρεται στην περίπτωση διόρθωσης των αρχικών εγγραφών. Αυτό συνάγεται από τη γραμματική ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, των ανωτέρω παραγράφων 1α και 1β του άρθρου 18 αλλά διατυπώνεται ρητά και στην παράγραφο 1στ του άρθρου αυτού κατά την οποία «Μετά την οριστικοποίηση των αρχικών εγγραφών, διόρθωση επιτρέπεται υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου I περ. α’ του παρόντος άρθρου».
Περαιτέρω , δέχεται ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 1 περ.α του ν.2664/1998 ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου μπορεί, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, να προβαίνει στη διόρθωση πρόδηλων σφαλμάτων των κτηματολογικών εγγραφών, Ιδίως σε περίπτωση λανθασμένης αναγραφής στα κτηματολογικά φύλλα στοιχείων του δικαιούχου, τα οποία προκύπτουν από την αστυνομική ταυτότητα ή άλλα δημόσια έγγραφα και ότι η διόρθωση αυτή δεν εμποδίζει ούτε αποκλείει η οριστικοποίηση των πρώτων εγγραφών, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 περ.α του ανωτέρω άρθρου, όπως εν προκειμένω, που το σφάλμα προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο από την καταχωρισθείσα πράξη και τα συνοδευτικά της έγγραφα
Βλ. πλήρες κείμενο της απόφασης ΕΔΩ