Ένα θέμα που απασχόλησε τα δικαστήρια κατά τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του Ν. 2664/1998 ήταν τα όρια της δικαιοδοσίας του προϊσταμένου του Κτηματολογικού γραφείου να ελέγχουν τη νομιμότητα των προς καταχώριση πράξεων, ο οριζόμενος ως «έλεγχος νομιμότητας». Θα είναι ένας τυπικός έλεγχος που θα αφορά τα τυπικά στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η εγγραπτέα πράξη ( όπως συνέβαινε υπό το καθεστώς του Υποθηκοφυλακείου ) ή θα προχωρούσε στην ουσιαστικό έλεγχο της νομιμότητας της πράξης ασκώντας ουσιαστικά δικαστική δικαιοδοσία ;
Για το θέμα αυτό τα δικαστήρια με τις αποφάσεις τους έδειξαν να συντάσσονται με την πρώτη άποψη ότι δηλαδή ο έλεγχος νομιμότητας εκτείνεται μέχρι τα όρια που ορίζει η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 και είναι :
α) αν το Κτηματολογικό Γραφείο είναι αρμόδιο κατά τόπο,
β) αν το δικαίωμα στο οποίο αφορά η αίτηση και η πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση στα Κτηματολογικά φύλλα περιλαμβάνονται μεταξύ εκείνων των οποίων ο νόμος επιτάσσει την καταχώριση,
γ) αν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση, συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες από τον νόμο προϋποθέσεις για την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της.
δ) αν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση, συνυποβάλλονται με την αίτηση, με πληρότητα και ακρίβεια, τα αναφερόμενα στο άρθρο 14 δικαιολογητικά,
ε) αν το πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε εκποίηση ή του οποίου δικαίωμα επιδιώκεται να επιβαρυνθεί ή δεσμευτεί, αναγράφεται στο Κτηματολογικό βιβλίο ως δικαιούχος, στ) αν ο εμφανιζόμενος κατά την υποβολή της αιτήσεως ως πληρεξούσιος, νόμιμος αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος νομικού προσώπου, νομιμοποιείται να προβεί στη ζητούμενη καταχώριση».
Αυτό που κυρίως απασχόλησε τη νομολογία μας ήταν η εφαρμογή της περίπτωσης γ) «αν για την πράξη της οποίας ζητείται η καταχώριση, συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες από τον νόμο προϋποθέσεις για την επέλευση των έννομων αποτελεσμάτων της» και οι αποφάσεις των προϊσταμένων που αρνήθηκαν την καταχώριση πράξεων ανατρέχοντας στους προγενέστερους τίτλους κτήσης , στην άρνηση αποδοχής της ορθότητας των πρώτων εγγραφών. Έτσι, κρίθηκε ότι ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ελέγξει την ορθότητα της πρώτης εγγραφής[1], ακόμα και πριν από την οριστικοποίησή της, ώστε εν συνεχεία επικαλούμενος τυχόν κατά την γνώμη του ανακρίβεια αυτής να αρνηθεί την καταχώρηση μεταγενέστερης εγγραφής ούτε νομιμοποιείται να αρνηθεί την καταχώριση νόμιμων μεταγενεστέρων πράξεων για τις οποίες συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την καταχώρησή τους, επειδή διαφωνεί με τις αρχικές εγγραφές, διότι τούτο θα συνιστούσε εμμέσως ανεπίτρεπτο έλεγχο των αρχικών εγγραφών[2] ή να επέμβει αυτεπαγγέλτως στη διόρθωση πρώτης εγγραφής από την αναγραφόμενη αυτοτελή ιδιοκτησία σε κάθετη ιδιοκτησία[3]
Οι αποφάσεις των δικαστηρίων μας έδειξαν την κατεύθυνση και έτσι με τη διάταξη του άρθρου 66 του Ν. 4903/2022 αφενός μεν ορίστηκε ότι ο διενεργούμενος στο Κτηματολογικό Γραφείο έλεγχος κάθε αίτησης και των συνυποβαλλόμενων δικαιολογητικών ελέγχεται «περιοριστικώς» ( αντικαθιστώντας τον ορισμό «ιδίως») και αφετέρου προστέθηκε β΄ εδάφιο στην περίπτ. γ) και ορίστηκε ότι ο έλεγχος αφορά αποκλειστικώς και μόνο στη νομιμότητα της πράξεως, της οποίας ζητείται η καταχώριση, χωρίς
α) να δύναται να επεκταθεί σε άλλες πράξεις, σε προγενέστερο τίτλο κτήσης,
β) σε εξέταση και συσχετισμό μεταγεγραμμένων τίτλων ή
γ) στον έλεγχο της ορθότητας της πρώτης έγγραφης
και περιορίζεται στο αν από το περιεχόμενο της πράξης προκύπτει ότι έχουν τηρηθεί εκείνες οι διατυπώσεις, που αν δεν τηρηθούν, ο νόμος ρητώς απαγορεύει την καταχώριση,
Με αυτές τις δύο παρεμβάσεις ο νομοθέτης ουσιαστικά προσδιόρισε τα όρια του ελέγχου νομιμότητας τόσο θετικά όσο και αρνητικά και με τον όρο «περιοριστικά» καθόρισε τα όρια αυτά στον έλεγχο που προσομοιάζει στον έλεγχο που ασκούσε ο υποθηκοφύλακας
[1] ΜονΠρωτΘεσ 12784/2015 ΕλλΔνη 2017.256.
[2] ΜονΕφΑθ 2249/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
[3] ΜονΠρωτΘεσ 6841/2011Αρμ 2011.1155.