Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του 9 & 3 του N 3898/2010 το πρακτικό διαμεσολάβησης, από την κατάθεσή του στη γραμματεία του’ μονομελούς πρωτοδικείου της περιφέρειας όπου διεξήχθη η διαμεσολάβηση, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης, που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 904 & 2 εδ. γ ΚΠ0ολΔ. H διαμεσολάβηση, ως μέθοδος εξωδικαστικής επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, αναγνωρίζεται νομοθετικά και στον ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα μετά την τροποποίησή του με το N 4335/2015. Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 116Α και 214Γ ΚΠολΔ, καθιερώνουν την υποχρέωση του δικαστηρίου να ενθαρρύνει και να προτείνει, σε κάθε στάση της δίκης και κάθε διαδικασία, την προσφυγή των διαδίκων στη διαμεσολάβηση, ορίζοντας και τις δικονομικές συνέπειες, που θα είχε η προσφυγή των διαδίκων σε μια τέτοια διαδικασία. Περαιτέρω, με την προσθήκη στον ΚΠολΔ της διάταξης του άρθρου 214Β, με το Ν 4055/2012, προβλέπεται η δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με τη βοήθεια δικαστή, ο οποίος επιτελεί ρόλο μεσολαβητή, χωρίς κατ’ ανάγκην να έχει λάβει ειδική εκπαίδευση και πιστοποίηση, όπως τούτο απαιτείται για τον διαμεσολαβητή (άρθρα 4 εδ. γ’ και 5 του Ν 3898/2010 και ΠΔ 123/2010). Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 2148 ξ 2 ΚΠ0λΔ ορίζει ότι οι μεσολαβητές πλήρους ή μερικής απασχόλησης ορίζονται σε κάθε πρωτοδικείο και εφετείο, για δύο έτη. Αυτό σημαίνει ότι, o δικαστής μεσολαβητής ορίζεται από τον προϊστάμενο του πρωτοδικείου ή του εφετείου, είναι επομένως συγκεκριμένος και δεν επιλέγεται από τα μέρη, όπως ο διαμεσολαβητής.
Οι δύο αυτές δυνατότητες συναινετικής επίλυσης της διαφοράς συμπίπτουν απόλυτα ως προς την ισχύ και λειτουργία του πρακτικού στο οποίο καταλήγουν σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας των μερών. Τόσο το πρακτικό διαμεσολάβησης , όσο και το πρακτικό δικαστικής μεσολάβησης, έχουν από το νόμο την ίδια ακριβώς ισχύ εκτελεστού τίτλου , σύμφωνα το άρθρο 904 & 2 εδ. γ ΚΠολΔ, από την κατάθεσή του στη γραμματεία του αρμόδιου πρωτοδικείου (πρβλ. άρθρα 214Β & 5 ΚΠολΔ για τη δικαστική μεσολάβηση και 9 & 3 Ν 3898/2010 για τη διαμεσολάβηση, των οποίων ακόμα και η σχετική διατύπωση ταυτίζεται απόλυτα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 293& 1 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει, οι διάδικοι μπορούν σε κάθε στάση της δίκης να συμβιβάζονται εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Ο συμβιβασμός γίνεται με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή του εισηγητή δικαστή ή συμβολαιογράφου και επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης. Ο συμβιβασμός αυτός, καθώς και εκείνος που περιέχεται στα πρακτικά των παραγράφων 3 του άρθρου 214Α και 5 του άρθρου 214Β, καλύπτει τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου , που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος για την κτήση, κατάργηση ή μεταβολή εμπράγματου δικαιώματος. Η διάταξη αυτή εξομοιώνει ως προς τις έννομες συνέπειές τους το πρακτικό δικαστικής μεσολάβησης και το πρακτικό εξώδικης επίλυσης της διαφοράς κατ’ άρθρο 214Α & 3 ΚΠολΔ, με το πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού . Κατά συνέπεια τα πρακτικά του δικαστηρίου που περιέχουν συμβιβασμό, το πρακτικό εξώδικης επίλυσης της διαφοράς του άρθρου 214Α & 3 ΚΠολΔ και το πρακτικό δικαστικής μεσολάβησης του άρθρου 214Β & 5 ΚΠολΔ, συνιστούν τύπο ισοδύναμο προς το συμβολαιογραφικό έγγραφο, που προβλέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως τίτλοι για τη σύσταση, αλλοίωση, μετάθεση ή κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος.
Βλ. πλήρες κείμενο της απόφασης με παρατηρήσεις της Ελισάβετ Τσέλιου ΕΔΩ