Η διαθήκη διακρίνεται σε ιδιόγραφη , δημόσια , μυστική και έκτακτη ( σε πλοίο, σε εκστρατεία, σε αποκλεισμένο τόπο ) και είναι τυπική δικαιοπραξία με την έννοια ότι πρέπει να συνταχθεί κατά τον τύπο που ορίζεται από τον Αστικό Κώδικα στα άρθρα 1716 και επόμενα για κάθε είδος διαθήκης και αν δεν τηρηθεί ο τύπος αυτός η διαθήκη είναι άκυρη. Οι συνήθεις τρόποι σύνταξης διαθήκης είναι η ιδιόχειρη και η δημόσια μ τη μυστική να είναι σπάνια και ακόμη πιο σπάνιες τις έκτακτες διαθήκες .
Η ιδιόχειρη διαθήκη για να είναι έγκυρη θα πρέπει δηλαδή να γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και να χρονολογηθεί , η δημόσια διαθήκη πρέπει να καταρτισθεί από συμβολαιογράφο, ο οποίος καταγράφει τη βούληση του διαθέτη ενώπιον μαρτύρων ενώ η μυστική διαθήκη είναι το έγγραφο που περιέχει τη διαθήκη και παραδίδεται από τον διαθέτη σε συμβολαιογράφο ενώπιον μαρτύρων. Ο Νόμος προβλέπει επίσης τη σύνταξη διαθηκών και σε έκτακτες περιστάσεις με προφορική δήλωση προς τον εκάστοτε παρόντα δημόσιο λειτουργό (διαθήκη σε πλοίο, διαθήκη σε εκστρατεία, διαθήκη σε αποκλεισμένο τόπο).
Ακυρότητα ιδιόγραφης διαθήκης αν δεν έχει γραφτεί και χρονολογηθεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη
Κατά το άρθρο 1721 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν, ενώ κατά το άρθρο 1718 ΑΚ, διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι αν λείπει κάποιο από τα πιο πάνω στοιχεία της ιδιόγραφης διαθήκης, δηλαδή: α) της γραφής της εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη, β) της χρονολόγησής της από αυτόν και γ) της υπογραφής αυτής από το διαθέτη, τότε η διαθήκη είναι αυτοδικαίως άκυρη (ΕφΑθ 3948/2004 ΑρχΝ 2005.471).