Συγκεκριμένα με την υπ΄αριθμ. 41/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου δέχεται ότι αν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των από την ανωτέρω διάταξη διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, ενώ αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του για την παραγραφή του δικαιώματος από το νόμο προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του.
Στην προκειμένη περίπτωση με βάση τα ανωτέρω και εξετάζοντας αγωγή του Δημοσίου με την οποία διεκδικούσε διάφορα γεωτεμάχια τα οποία είχαν αποδοθεί στον δικαιούχο με πράξη, σε συνδυασμό με την μακρόχρονη αδράνεια και παθητική στάση που επέδειξε το εκκαλούν τουλάχιστον από το έτος 1992, δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση σε αυτές (εφεσίβλητες), οι οποίες δεν γνώριζαν κατά το κρίσιμο χρόνο κτήσης και άσκησης του επίδικου δικαιώματος ότι μέρος των οικοπέδων που αποδόθηκαν στον άμεσο δικαιοπάροχό τους εμπίπτει σε δημόσια διαθέσιμη εποικιστική έκταση, και ότι, σε κάθε περίπτωση, το Ελληνικό Δημόσιο δεν επρόκειτο να ασκήσει την απορρέουσα από την κυριότητά του αξίωση, σε σχέση με τα επίδικα εδαφικά τμήματα. Η με την άσκηση του επιδίκου δικαιώματος ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης, η οποία δημιουργήθηκε και ήδη παγιώθηκε από το έτος 1992 με αδράνεια του εκκαλούντος να προβάλει δικαιώματα επί των επιδίκων, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη δεν είναι ανεκτή, αφού θα έχει ως συνέπεια τη σημαντική μείωση της αξίας των οικοπέδων των εφεσιβλήτων και την εμπλοκή τους σε μακρόχρονο και πολυδάπανο δικαστικό αγώνα, προκειμένου να αποζημιωθούν. Με τα δεδομένα αυτά κρίνεται ότι το επίδικο δικαίωμα ασκείται καθ ‘ υπέρβαση των ορίων που θέτει η καλή πίστη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του, δηλαδή ασκείται σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, καταχρηστικά, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ.