Η διάταξη του άρθρου 54 Α του ν.4174/2013, όπως αυτή ίσχυε- μετά την αντικατάστασή της από το Γ.4 άρθρου τρίτου Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85/7.4.2014) και πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 13 § 5 του ν.4474/2017, το οποίο ισχύει από 1.1.2017-κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (7-4-2014), και καθιερώνει διαδικαστικό απαράδεκτο για τις εμπράγματες αγωγές, αν δεν προσκομιστεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α, το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού, είναι φορολογικής φύσεως και θεσπίστηκε για να διασφαλίσει το φορολογικό δικαίωμα του δημοσίου, η δε παράβασή της δεν δημιουργεί διαδικαστικό απαράδεκτο, ένεκα του οποίου να θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ. 14 του ΚΠολΔ, που αναφέρεται σε απαράδεκτα, που οδηγούν στην απόρριψη του ενδίκου βοηθήματος.
Ειδικότερα, η διάταξη αυτή λόγω του αμιγούς φορολογικού χαρακτήρα της δεν είναι εφαρμοστέα, ως ευθέως αντιτιθέμενη τόσο στα άρθρα 17, 20 και 25 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα, ώστε να επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, αποτελώντας ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας (ΑΠ 1143/2019, ΕφΔωδ (Μον) 195/2018, ΕφΔωδ (Μον) 169/2018, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Βλ. πλήρες κείμενο της απόφασης ΕΔΩ