Ένα σημαντικό τμήμα των ακινήτων που εγγράφονται με δικαιούχο το Δημόσιο αφορά τις δασικές εκτάσεις, οι οποίες κατά τεκμήριο κυριότητας που θεσπίστηκε υπέρ του Δημοσίου με το β.δ 17.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών» και το ισχύον σήμερα αντίστοιχο τεκμήριο κυριότητας του άρθρου 62 παρ. 1 του Ν. 998/1979 θεωρούνται ότι είναι δημόσια μέχρι της αναγνωρίσεώς τους ως ιδιωτικών.
Συνεπώς , το πιο σημαντικό κριτήριο κατά τη διάρκεια της κτηματογράφησης είναι το αν μία έκταση είναι δασική ή όχι . Αν είναι δασική , κατά τεκμήριο ( και με ελάχιστες εξαιρέσεις ) η έκταση αυτή ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο
Η διαδικασία χαρακτηρισμού μίας έκτασης ως δασικής ή μη προβλέπεται κατά τον ακόλουθο τρόπο
α) Με την κύρωση δασικού χάρτη κατά τη διαδικασία του άρθρου 27 του Ν. 2664/1998 . Μέχρι σήμερα σε ελάχιστες περιοχές έχουν κυρωθεί δασικοί χάρτες ( βλ. περισσότερα στον πίνακα με τις περιοχές στις οποίες έχουν κυρωθεί δασικοί χάρτες ή βρίσκονται στη διαδικασία των αναρτήσεων και ενστάσεων
β) Με αίτηση προς την επιτροπή του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν. 998/1979 όπου προβλέπεται η διαδικασία χαρακτηρισμού μίας έκτασης ως δασικής ή όχι με δεσμευτικό για τη διοίκηση χαρακτήρα
Σχετικές αποφάσεις
Δασική έκταση: Πώς λύνονται οι σχετικές διαφορές
Η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 4 του Ν. 2664/1998 σκοπεί στη διευκόλυνση των ιδιωτών των οποίων το ακίνητο διεκδικήθηκε, ως δασική έκταση , που εν συνεχεία κρίθηκε ότι αμετακλήτως δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, ώστε να γίνει η διόρθωση καταχώρισης των ιδιωτικών ακινήτων ευχερέστερη προς αποφυγή της μακρόχρονης και δαπανηρής διαδικασίας του άρθρου 6 παρ. 2 του ως άνω νόμου , αφού δεν προβλήθηκε επί του εν λόγω ιδιωτικού ακινήτου δικαίωμα του Δημοσίου , ούτε δε προβλήθηκαν αντιρρήσεις κατά της αίτησης των ιδιωτών για καταχώρισή τους ως ιδιοκτητών του εν λόγω ακινήτου ….Κατά συνέπεια , αναλόγως εφαρμοζομένης της διατάξεως του άρθρου 19 παρ. 4 , για την εφαρμογή της αρκεί η αμετάκλητη πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη βάσει της οποίας κρίνεται ότι το κοινό ακίνητο των αιτούντων δεν αποτελεί δασική έκταση.
ΜονΠρωτΠατρών 307/2005