Με έμφαση στα θέματα
Κτηματολογίου και Κληρονομιών
Το γραφείο ιδρύθηκε
το έτος 1975
Δίκτυο συνεργατών
σε όλη την Ελλάδα

Αρείου Πάγου 546/2017 Στις αφιερωμένες (βακουφικές) γαίες, ανήκαν α) οι αληθώς ιδιόκτητες γαίες (γνήσια βακούφια), οι οποίες είχαν αφιερωθεί σύμφωνα με τον ιερό νόμο, η δε ιδιοκτησία και τα λοιπά δικαιώματα τους ανήκαν στο αφιέρωμα και β) Οι γαίες που είχαν αποσπασθεί από δημόσιες γαίες και είχαν αφιερωθεί, από τον Σουλτάνο ή με άδεια του από άλλα άτομα, για ορισμένες σκοπούς, η ιδιοκτησία των οποίων ανήκε στο δημόσιο και μόνο ορισμένες ωφέλειες τους είχαν παραχωρηθεί στο αφιέρωμα (μη γνήσια βακούφια).

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 122 του νόμου “περί γαιών” της 7 Ραμαζάν 1274, στις μοναστηριακές γαίες ανήκαν, κατά μεν την παρ. 1 αυτού, οι ανέκαθεν προσαρτημένες στις I. Μονές με πλήρη δικαιώματα κυριότητας, αρκεί η “προσάρτηση” τους αυτή να ήταν καταχωρημένη με αντίστοιχη εγγραφή στο αυτοκρατορικό Οθωμανικό κτηματολόγιο (defterhane), που αποτελούσε συστατικό τύπο της επικαλούμενης κυριότητας, οπότε αυτές δεν εξουσιάζονταν με τίτλο (ταπί) ούτε υπήρχε δυνατότητα να αγορασθούν ή να πωληθούν και για αυτές δεν ίσχυαν, ούτε εφαρμόζονταν, οι κοινές διατάξεις του οθΝπΓαιών, κατά δε την παρ. 2, οι κοινές δημόσιες γαίες, οι οποίες αποτελούσαν και αυτές “προσαρτήματα” των I. Μονών, εξουσιάζονταν με τίτλο (ταπί) όχι απ’ ευθείας στο όνομα της Μονής, αλλά με το όνομα του Μ., εξακολουθούσαν δε να υπάγονται στην ίδια κατηγορία των δημόσιων γαιών του άρθρου 3 του οθωΝπΓαιών (arazii emlriye), εφαρμόζονταν δε σ’ αυτές οι διατάξεις οι σχετικές με την εξουσίασή τους με τίτλο (ταπί) του οθΝπΓαιών.

Αρείου Πάγου 546/2017 Στις αφιερωμένες (βακουφικές) γαίες, ανήκαν α) οι αληθώς ιδιόκτητες γαίες (γνήσια βακούφια), οι οποίες είχαν αφιερωθεί σύμφωνα με τον ιερό νόμο, η δε ιδιοκτησία και τα λοιπά δικαιώματα τους ανήκαν στο αφιέρωμα και β) Οι γαίες που είχαν αποσπασθεί από δημόσιες γαίες και είχαν αφιερωθεί, από τον Σουλτάνο ή με άδεια του από άλλα άτομα, για ορισμένες σκοπούς, η ιδιοκτησία των οποίων ανήκε στο δημόσιο και μόνο ορισμένες ωφέλειες τους είχαν παραχωρηθεί στο αφιέρωμα (μη γνήσια βακούφια).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 παρ.1 του ίδιου νόμου, στις αφιερωμένες (βακουφικές) γαίες, ανήκαν

α) οι αληθώς ιδιόκτητες γαίες (γνήσια βακούφια), οι οποίες είχαν αφιερωθεί σύμφωνα με τον ιερό νόμο, η δε ιδιοκτησία και τα λοιπά δικαιώματα τους ανήκαν στο αφιέρωμα. Επ’ αυτών δεν εφαρμόζονταν οι διατάξεις του πολιτικού νόμου, αλλά η αποκλειστική κυριότητα και λοιπή διαχείριση διέπονταν από τις διατάξεις και τους όρους του αφιερωτή. Για την ίδρυση ενός γνησίου βακουφίου, απαιτείτο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, 35,41 του νόμου περί Βακουφιών της 19ης Τζεμαζήλ-Αχίρ 1280 (1862), του άρθρου 1 των οδηγιών “περί της ενεργείας των αναγκαίων πράξεων επί των υπό του Ν. εκδιδομένων τίτλων των εν Κωνσταντινουπόλει και εν ταις επαρχίαις κειμένων εστεγασμένων και προσοδοφόρων βακουφιών” της 23ης Μαρτίου 1292 (1876) και τις Οδηγίες του Υπουργείου κτηματολογίου της 7ης Σαφέρ 1308 (1890), η έκδοση ιεροδικαστικής αποφάσεως, βάσει της οποίας ο ιερονομικός κρατικός σύμβουλος (σεϊχουλισλάμης) εξέδιδε γνωμοδότηση (φετφά), που μεταγραφόταν σε ειδικά κτηματολογικά βιβλία ως ιδρυτικός τίτλος του βακουφίου, χωρίς να εκδίδει τίτλο στο όνομα του βακουφίου, διότι ο οθωμανικός νομός αγνοούσε τη νομική προσωπικότητα του αφιερώματος, τη διεύθυνση και διεξαγωγή των υποθέσεων του οποίου είχε ο οριζόμενος με αφιερωτήριο ή διοριζόμενος από το δικαστή έφορος (μουτεβελή), ενώ ο προβλεπόμενος συστατικός τύπος αφορούσε την απόδειξη βακουφίου, που συνιστάται μετά την ισχύ του νόμου αυτού, δεδομένου ότι προηγουμένως μπορούσε να συσταθεί με απλή δήλωση του αφιερωτή περί του αφιερώματος, περιεχόμενη όμως σε γνώση άλλων. Και

β) Οι γαίες που είχαν αποσπασθεί από δημόσιες γαίες και είχαν αφιερωθεί, από τον Σουλτάνο ή με άδεια του από άλλα άτομα, για ορισμένες σκοπούς, η ιδιοκτησία των οποίων ανήκε στο δημόσιο και μόνο ορισμένες ωφέλειες τους είχαν παραχωρηθεί στο αφιέρωμα (μη γνήσια βακούφια). Οι αφιερωμένες γαίες αυτού του είδους, οι οποίες καθόλα τα άλλα σε τίποτε δεν διαφέρουν των λοιπών δημοσίων γαιών και υπάγονται στον περί γαιών νόμο και όχι στις περί βακουφικών διατάξεις του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, ανήκουν, και μετά την αφιέρωση, κατά ψιλή κυριότητα στην πολιτεία και φέρουν την ονομασία “αφιέρωμα”, αλλά μόνες οι ανήκουσες στην πολιτεία πρόσοδοι, όπως είναι η δεκάτη και άλλοι φόροι από τη γη έχουν ειδικώς αφιερωθεί υπέρ ευαγούς σκοπού.

Οι ανωτέρω περί γαιών διατάξεις της τουρκικής νομοθεσίας ρητώς αναγνωρίσθηκαν από την ελληνική Πολιτεία και διατηρήθηκαν σε ισχύ στις νέες χώρες, οι οποίες διατελούσαν τέως υπό τη κυριαρχία του οθωμανικού κράτους, με το άρθρο 2 του ν.147/1914,όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 του ν.262/1914. Ενόψει δε του ότι το οθωμανικό δίκαιο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου, και επομένως, εκτός των άλλων, και οι Μονές δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, με το άρθρο 3 παρ. 6 του ν.2508/1920 “περί εξακριβώσεως και διαχειρίσεως των περιουσιακών πόρων των εν τοις Νέαις Χώραις από Τουρκοκρατίας Χριστιανικών Κοινοτήτων” ορίστηκε ότι, τα ακίνητα των οποίων τη διαχείριση, ως πραγμάτων που ανήκουν σ’ αυτές είχαν, κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι αρχές και επιτροπές των ορθόδοξων κοινοτήτων ή των επί μέρους ιδρυμάτων που υπάγονται σ’ αυτές, στα οποία, όπως είναι φανερό περιλαμβάνονται και τα παντός είδους νομικά πρόσωπα, των οποίων ακινήτων τις προσόδους οι ανωτέρω αρχές .επιτροπές, ιδρύματα και νομικά πρόσωπα διέθεταν για την εξυπηρέτηση κάποιου από τους σκοπούς που μνημονεύονται στο νόμο αυτό, μεταξύ των οποίων και οι κοινωφελείς, αναγνωρίζονται ως περιουσίες τους που έχουν αποκτηθεί νομίμως, και αν ακόμη τίτλοι τους έχουν εκδοθεί στο όνομα ιδιωτών ή αν εμφιλοχωρεί κάποια ακυρότητα κτήσεως κατά τον οθωμανικό νόμο, είτε λόγω ελλείψεως ικανότητας προς κτήση από το αποκτών νομικό πρόσωπο, είτε λόγω του ανεπίδεκτου μεταβιβάσεως του ακινήτου με πράξη αιτία θανάτου, είτε για μη τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων κατά την μεταβίβαση.

Με τη διάταξη αυτή έπαψε να υπάρχει εξ υπαρχής η ανικανότητα των εν γένει χριστιανικών καθιδρυμάτων, επομένως και των νομικών προσώπων, να αποκτήσουν κυριότητα, η οποία υπήρχε στο παρελθόν σύμφωνα με το καθεστώς το οποίο ίσχυε επί τουρκοκρατίας (ανυπαρξία νομικών προσώπων), η κτήση, όμως, αυτή της κυριότητας από τα πιο πάνω ιδρύματα και νομικά πρόσωπα δεν επερχόταν αμέσως από το νόμο, αλλά, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εδ. β’ και 6, 11 παρ. 1, 14 παρ. 1, 15 παρ. 1, 16, 19 παρ. 1 και 2 και 21 παρ. 1 του νόμου αυτού, μετά την τήρηση των διατυπώσεων που αναφέρονται στο νόμο αυτό και την, μετά από τη νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων, αναγνώριση της με απόφαση των αρμοδίων κατά τη διάταξη του άρθρου 11 επιτροπών (ΟλΑΠ 1741/1980).

Βλ. πλήρες κείμενο της απόφασης ΕΔΩ

5η  Εκδοση

Πρόσφατα άρθρα

Τα ανταλλάξιμα της Καλαμαριάς , οι Σέρρες και στο τέλος Πιερρακάκης …..Η βροχή των αγωγών του Δημοσίου κατά των ιδιοκτητών στην Καλαμαριά ζητά πολιτική λύση
13 Νοεμβρίου, 2024
Η Χρησικτησία σε διαμερίσματα με προσύμφωνο: Ένα πρόβλημα που δεν αφορά την Αττική και ζητά τη λύση του
7 Νοεμβρίου, 2024
Ανεκτέλεστα προσύμφωνα : Πώς δίνεται η λάθος απάντηση στο σωστό ερώτημα
7 Νοεμβρίου, 2024
Δημοσιεύτηκε ο Ν. 5024/2023 για την εξαγορά των κατεχομένων ακινήτων του Δημοσίου – Τι προβλέπει για τις εκκρεμείς αγωγές και τα ανταλλάξιμα ακίνητα.
2 Νοεμβρίου, 2024
lex
Η απόφαση ΠολΠρωτΘεσ 13316/2024 για τα ανταλλάξιμα οικόπεδα – Καταργούνται οι αγωγές που έχει ασκήσει το Δημόσιο κατά των αναγραφόμενων στα κτηματολογικά φύλλα δικαιούχων διεκδικώντας ανταλλάξιμα οικόπεδα
26 Οκτωβρίου, 2024