Ακυρότητα πρωτοκόλλου κατάληψης ακινήτου από το Δημόσιο – Κτήση κυριότητας στα ακίνητα των νεών χωρών – Η μη υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς δεν αναστέλλει την διεκδίκηση του ακινήτου
Σχετικά με την υπόθεση
Το έτος 1971 το Ελληνικό Δημόσιο εκδίδει πρωτόκολλο κατάληψης σε ακίνητο έκτασης 2200 τ.μ. το οποίο βρίσκεται στο Δήμο Κομοτηνής και το κατέχει ο ΑΑ. Κατά τη διάρκεια της κτηματογράφησης το Ελληνικό Δημόσιο δηλώνει το παραπάνω ακίνητο ως ανήκον στην κυριότητά του με τίτλο κτήσης το πρωτόκολλο κατάληψης ο ΑΑ υποβάλλει ένσταση επικαλούμενος τίτλο κτήσης (ταπί) που είχε εκδοθεί στο όνομα του παππού του αλλά δεν είχε μεταγραφεί στο οικείο υποθηκοφυλακείο η οποία απορρίπτεται ως υπερισχύον το δικαίωμα του Δημοσίου και κατά τη μεταφορά της κτηματολογικής βάσης στις αρχικές εγγραφές φέρεται ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο.
Το πρόβλημα
Τα προβλήματα που ανέκυψαν στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν α) ήταν νόμιμη η κατάληψη το έτος 1971 με το πρωτόκολλο κατάληψης του Ελληνικού Δημοσίου; β) μπορούσε ο ΑΑ να διεκδικήσει από το Ελληνικό Δημόσιο το ακίνητο αυτό δεδομένου ότι δεν τρέχει χρησικτησία κατά του Ελληνικού Δημοσίου γ) Για τη διεκδίκηση αυτή θα πρέπει να υποβάλλει δήλωση φόρου κληρονομιάς και να έχει εξοφληθεί ο ανάλογος φόρος;
Τα προς αντιμετώπιση νομικά θέματα είχαν σχέση με
- τα άρθρα 1 και 78 του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» της 7ης Ραμαζάν 1274 ( καθ’ ημάς 1856)
- Άρθρο 60 παρ. 1 Συνθήκης της Λωζάννης
- Άρθρα 1 και 2 του Ν. 147/2014
- Άρθρα 974, 976 , 1045 και 10541 ΑΚ
- Άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 2664/1998
- Άρθρο 106 νδ 118/1973 περί κληρονομιών
- Οθωμανικό Δίκαιο
- Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο
- Εμπράγματο Δίκαιο
- Κτηματολογικό Δίκαιο
Η λύση του
- Μελέτη της υπόθεσης – Νομική τεκμηρίωση
Ως προς το πρώτο θέμα της κατάληψης η έκδοση από διοικητικές αρχές πρωτοκόλλων καταλήψεως ακινήτων επί των οποίων το Ελληνικό Δημόσιο προβάλλει δικαιώματα κυριότητας, αποτελούσα διοικητική πράξη (ΑΕΔ 7/1987), που, χωρίς να συνιστά μέσο οριστικής επιλύσεως διαφοράς, οδηγεί σε ικανοποίηση ιδιωτικού δικαιώματος αυτογνώμονη, δηλαδή χωρίς την παρέμβαση των δικαστικών αρχών, η οποία κατ΄αρχήν απαιτείται προς τον σκοπό αυτό, πρέπει, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα της, να προβλέπεται ειδικώς από το νόμο. Ο α.ν. 1539/1938 “Περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων” προβλέπει στο άρθρο 34 περίπτωση εκδόσεως πρωτοκόλλου καταλήψεως, αυτή όμως αφορά ακίνητα εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες τους και όχι τα κατεχόμενα από τρίτους ακίνητα που υποβάλλονται στην κατ΄ άρθρο 25 διαδικασία εξακριβώσεως των δικαιωμάτων του Δημοσίου η οποία προβλέπει συγκεκριμένη διαδικασία η οποία περιλαμβάνει τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης , πρόσκληση πρός τον δικαιούχο για την υποβολή των τίτλων ιδιοκτησίας , σύνταξη πορίσματος και υποβολή αυτού στο Υπουργείο Οικονομικών , εισαγωγή του πορίσματος πρός έκδοση απόφασης από το Συμβούλιο Κτημάτων κλπ. Από την παραπάνω διαδικασία είναι σαφές ότι δεν προβλέπεται η έκδοση πρωτοκόλλου κατάληψης ακινήτου αντίθετα προς τη διάταξη του άρθρου 34 του ίδιου νόμου η οποία προβλέπει την έκδοση πρωτοκόλλου κατάληψης εγκαταλελειμένου ακινήτου
Ως προς το δεύτερο θέμα από το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου της 7ης ραμαζάν 1274 «περί γαιών», που οι διατάξεις του διατηρήθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 147/1914, σε ισχύ στις νέες χώρες, προκύπτει ότι δημόσιες γαίες ήσαν οι αγροί, τα λιβάδια, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, τα δάση και τα παρόμοια με αυτά, τα οποία ανήκαν κατά κυριότητα στο Τουρκικό Δημόσιο. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9, 19, 30, 68 και 71 του ίδιου νόμου (7ης Ραμαζάν 1274), επί των δημοσίων γαιών μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μπορούσε να αποκτηθεί από ιδιώτες, στους οποίους παραχωρούνταν προς τούτο οι γαίες αυτές, ενώ η περιοριζόμενη κατ’ αυτό τον τρόπο κυριότητα παρέμενε στο Τουρκικό Δημόσιο. Η παραχώρηση του δικαιώματος της διηνεκούς εξουσιάσεως δημόσιας γης γινόταν με τη χορήγηση έγγραφου τίτλου (ταπίου). Συνεπώς, στα κτήματα αυτά, ως δημόσια, χωρεί μεν έκτακτη χρησικτησία με τις προϋποθέσεις των διατάξεων των ν. 8 παρ. 1 (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4) πρ. Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του Βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, δηλαδή ύστερα από την άσκηση νομής επ’ αυτών με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχός του, αλλά η τριακονταετής νομή, με τα προαναφερόμενα προσόντα, πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι και στις 11 Σεπτεμβρίου 1915.
Ως προς το τρίτο θέμα, με τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 του ν.δ/τος 118/1973, το οποίο έχει κωδικοποιηθεί στο νέο Κώδικα Διατάξεων Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, που κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του νόμου 2961/2001 (ΦΕΚ Α` 266/22-11-2001) ορίζεται ότι, κατόπιν σχετικής ενστάσεως, υποβαλλόμενης σε κάθε στάση της δίκης ή και αυτεπαγγέλτως, αναστέλλεται η πρόοδος της δίκης επί της αγωγής και κάθε ενδίκου μέσου, αν για το αντικείμενο αυτής υπάρχει υποχρέωση καταβολής φόρου κληρονομιάς, κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, εφόσον δεν προσκομίζεται πιστοποιητικό του οικονομικού εφόρου, περί υποβολής της σχετικής κατά νόμο δηλώσεως φόρου κληρονομιάς ή περί εκδόσεως από τη φορολογική αρχή πράξεως επιβολής φόρου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται αναστολή της επισπευδομένης συζήτησης, μέχρι της εγχειρήσεως της σχετικής ως άνω δηλώσεως ή της εκδόσεως πράξεως, περί οφειλής ή μη φόρου. Η μη αναστολή της συζητήσεως, κατά τις επιταγές της διατάξεως αυτής, που επιδιώκει φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι μπορούν να επιτευχθούν και με άλλα μέσα, δηλαδή με ενέργειες των φορολογικών οργάνων, χωρίς να απαιτείται η εξαφάνιση της αποφάσεως, που δεν διέταξε την αναστολή, για την επίτευξη των επιδιωκομένων φορολογικών σκοπών, οι οποίοι δεν έχουν επίδραση στην έκβαση της δίκης και συνεπώς και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δεν δημιουργεί απαράδεκτο, που συνεπάγεται την εξαφάνιση της απόφασης, που δεν το διέταξε .
- Ανακριβής κτηματολογική εγγραφή
Με βάση τα παραπάνω η αρχική εγγραφή στο Κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου στην οποία εμφανίζονταν ως δικαιούχος το Ελληνικό Δημόσιο ήταν ανακριβής και η διόρθωση μπορούσε να γίνει μόνο μετά από άσκηση αγωγής με βάση του άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 περί κτηματολογίου . Παράλληλα , έπρεπε να αντιμετωπιστούν τα θέματα της νομιμότητας του εκδοθέντος πρωτοκόλλου κατάληψης του ακινήτου από το Ελληνικό Δημόσιο και της διαδοχής του Ελληνικού Δημοσίου με βάση τη συνθήκη της Λωζάννης στα δικαιώματα που είχε το Οθωμανικό Κράτος στα εγκαταλειφθέντα από αυτό ακίνητα επί των νέων χωρών που κατέκτησε η Ελλάδα και απέκτησε την κυριότητα πολεμικώ δικαιώματι .
- Συμπλήρωση του φακέλου – άσκηση αγωγής
Το γραφείο μας ετοίμασε το φάκελο της υπόθεσης και υπέβαλε τη σχετική αναγνωριστική αγωγή κυριότητας κατά του Ελληνικού Δημοσίου για λογαριασμό του ΑΑ ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης ζητώντας την καταχώρισή του ως αποκλειστικού δικαιούχου επί του επίδικου ακινήτου με βάση το τίτλο κτήσης (ταπί) και επικουρικά με χρησικτησία σύμφωνα με τη διάταξη ου άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998. Η υπόθεση συζητήθηκε στο παραπάνω δικαστήριο με εισηγητή τον κτηματολογικό Δικαστή και κατά τη συζήτηση της αίτησης αναπτύχθηκαν τα επιχειρήματα υπέρ της νομιμότητας της αιτούμενης αγωγής και προσκομίστηκαν όλα τα σχετικά αποδεικτικά μέσα στο δικαστήριο .
Αποτέλεσμα
Με την υπ’ αριθμ. 91/2012 απόφασή του το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ροδόπης έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την κυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο.Το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 214/2014 απόφαση του Εφετείου Θράκης και στη συνέχεια άσκησε αίτηση αναίρεσης η οποία απορρίφθηκε αμετάκλητα με την υπ’ αριθμ. 490/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου.
Βλ. Πλήρες κείμενο της απόφασης του Εφετείου Θράκης με την πλήρη αιτιολογία του
Δικηγόροι που χειρίσθηκαν την υπόθεση
Γιώργος Μαγουλάς, Ιωάννα Παπαδιαμαντή